κηδεμών

κηδεμών
κηδεμών, -όνος, ὁ (Α) βλ. κηδεμόνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κηδεμών — one that has charge of masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεμόνα — κηδεμών one that has charge of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεμόνας — κηδεμών one that has charge of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεμόνες — κηδεμών one that has charge of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεμόνι — κηδεμών one that has charge of masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεμόνος — κηδεμών one that has charge of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεμόνων — κηδεμών one that has charge of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεμόσι — κηδεμών one that has charge of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεμόσιν — κηδεμών one that has charge of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”